- ακαταλόγιστος
- -η, -ο [καταλογίζω]1. αυτός που σκέπτεται, μιλάει ή ενεργεί όχι σύμφωνα με τη λογική2. ο ανεύθυνος για τους λόγους και τις πράξεις του λόγω διανοητικής αναπηρίας, ψυχικής διαταραχής ή μικρής ηλικίας3. εκείνος που γίνεται παράλογα«πράξη ακαταλόγιστη»4. όποιος δεν μπορεί να υπολογιστεί, ο ανυπολόγιστος5. το ουδ. ως ουσ. το ακαταλόγιστο.
Dictionary of Greek. 2013.